ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ-ΠΛΑΙΣΙΟ 2008/909/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 27ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2008, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ – ΠΛΑΙΣΙΟ 2009/299/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 26ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2009, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΠΟΙΝΕΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Η ΜΕΤΡΑ ΣΤΕΡΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΈΝΩΣΗ (ΜΕΡΟΣ Α’)

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΟΥΣ ΕΚΒΑΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΝΤΟΛΕΑ ΜΑΣ

Ο Κ, εντολέας μας, είναι Έλληνας πολίτης, καταδικάστηκε στην Ιταλία σε κακουργηματική ποινή 25 ετών, και διέθετε υπόλοιπο έκτισης ποινής εννέα χρόνια. Ο εν λόγω κρατούμενος, διέμενε προ της καταδίκης του στην Ελλάδα, μαζί με τη σύζυγό του και το τέκνο τους. Ο εν λόγω κρατούμενος, αιτήθηκε μέσω της συνδρομής του γραφείου μας, την αναγνώριση της απόφασης με την οποία κρατείτο, και επιπλέον αυτού, την μεταφορά του για έκτιση του υπόλοιπου της ποινής του στην Ελλάδα.

Έννομο συμφέρον του είναι το προφανές: η επαφή του με την οικογένειά του και η εν συνεχεία μετά την έκτιση της ποινής του ομαλή επανένταξή του στη κοινωνία. Εν προκειμένω, διαβιβάστηκε αίτηση προς την Εισαγγελία Εκτελέσεων Ποινών του Πρωτοδικείου Αθηνών, για την αναγνώριση της εν λόγω απόφασης και εν συνεχεία της μεταφοράς του. Η πρώτη του αίτηση, δεν έγινε δεκτή (!), παρ’όλο που προσκομίσθηκαν όλα εκείνα τα πιστοποιητικά που αφορούσαν την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση όσο ζούσε στην Αθήνα, μαζί με επιχειρηματολογία, γιατί θα έπρεπε να εκτίσει την ποινή του στην Ελληνική Επικράτεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω κρατούμενος είχε εκτίσει την ποινή του υποδειγματικά, αφού προσκομίσαμε εν λόγω πιστοποιητικά από τις ιταλικές αρχές και αποδεικνυόταν ότι είχε κερδίσει ειδικές μειώσεις της ποινής του, λόγω της διαγωγής του και της προσφοράς του στο σωφρονιστικό σύστημα. Οι ειδικές μειώσεις της ποινής αυτές, δεν υπάρχουν στο ελληνικό δικαιακό σύστημα, όμως υπάρχουν στο ιταλικό, διότι εκεί η ποινή εκτίεται πλήρως.

Η πρώτη εκδοθείσα εσφαλμένα διάταξη της εισαγγελέως στο σκεπτικό της έκανε λόγο για δήθεν μη ύπαρξη δεσμών με την Ελλάδα, και εν προκειμένω, ότι δεν αποδεικνύεται ότι διέμενε στην Ελλάδα τελευταία πριν την φυλάκισή του, επειδή, δεν προσεκόμισε αποδεικτικά όπως πχ. Λογαριασμούς ΔΕΚΟ στο όνομά του.

Η εν λόγω αρχική απόφαση είναι λανθασμένη, διότι:

Α)  προσκομίσθηκαν νόμιμα ένορκες βεβαιώσεις της συζύγου και περίοικων του κρατούμενου εντολέα μας, που πιστοποιούσαν ότι σαν οικογένεια διέμεναν όλοι μαζί στην Ελλάδα, αλλά και

Β) σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα προσκομισθέντα έγγραφα, από την εκτίμηση της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία όπως φαίνεται δεν έγινε ορθά, ο εντολέας μας δεν είχε περιουσιακό στοιχείο στο όνομά του, αλλά η κύρια κατοικία του η οποία τύγχανε και τελευταία προ της κράτησής του ήταν αυτή της διαμονής του μαζί με τη σύζυγο και το τέκνο τους, κατοικία που δηλωνόταν νόμιμα στην εφορία ως κύρια κατοικία και που ήταν περιουσιακό στοιχείο της συζύγου και όχι δικό του.

Γ) ο ίδιος δραστηριοποιείτο στην Ελλάδα, όπου και φορολογούνταν, γεγονός το οποίο αποδεικνύετο από έγγραφα που προσκομίσθηκαν νόμιμα.

Διευκρινίζοντας το εν λόγω σε νεότερη αίτηση μας, ζητούσαμε εκ νέου τα ανωτέρω, προκειμένου να εκτίσει εν τέλει την ποινή του στην Ελληνική Επικράτεια ο εντολέας μας, εξηγώντας εξίσου, γιατί δεν παράγεται οιωνεί δεδικασμένο επί των αιτήσεων αυτών στο ελληνικό δίκαιο και γιατί επιτρέπεται μία νέα αίτηση, ειδικά από τη στιγμή που ο νομοθέτης δεν παρέχει δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου ή βοηθήματος επί τυχόν απόρριψης των πρώτων αιτήσεων, λόγω της φύσης τους ως αιτημάτων, για τα οποία δεν ισχύει σε καμία περίπτωση η αρχή του ne bis in idem (άπαξ άσκησης).

Κατόπιν επιμονής, συνεννόησης με το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελλάδος και της Ιταλίας, αλλά και της Εισαγγελίας Εκτελέσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών, η νέα αίτηση μας αναγνωρίστηκε με την υπ’ αριθμ. 15/2016 θετική διάταξη του εισαγγελέα με την οποία αναγνωρίστηκε η απόφαση κράτησης αλλά και το αίτημα μεταφοράς του σε ελληνικό κατάστημα κράτησης, κοντά στην Αθήνα.

Ο εντολέας μας σήμερα εξέτισε τη ποινή του στις φυλακές Κορυδαλλού και εν συνεχεία αποφυλακίστηκε με όρους, αφού του αναγνωρίστηκαν, όλοι οι λόγοι μείωσης της ποινής του, ως τήρηση της αρχής του υπέρ του κατηγορουμένου ερμηνείας και φυσικά, επειδή αυτοί ως λόγοι μείωσης, δεν αντέκρουαν στο ελληνικό δικαιακό σύστημα.

Ο ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4307/2014

Ο νόμος 4307/2014 ενσωμάτωσε στο ελληνικό δικαιακό σύστημα:

α) την αναγνώριση και την εκτέλεση από την Ελλάδα μιας απόφασης που εκδόθηκε σε ένα άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας (πλέον με τον νέο ΠΚ καλούμενα όλα ως ποινές στερητικές της ελευθερίας),

καθώς και

β) την αίτηση αναγνώρισης και εκτέλεσης αντίστοιχης απόφασης εθνικού δικαστηρίου που απευθύνει η Ελλάδα σε ένα άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βασική προϋπόθεση της αναγνώρισης είναι ο καταδικασθείς να πρέπει να βρίσκεται στο κράτος έκδοσης ή στο κράτος εκτέλεσης. Αρμόδια αρχή για την αναγνώριση και την εκτέλεση της απόφασης είναι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών στην περιφέρεια του οποίου ο καταδικασθείς έχει τη συνήθη διαμονή του (ο εισαγγελέας εκτελέσεων ποινών εν προκειμένω), ενώ αρμόδια αρχή για τη διαβίβαση της απόφασης ή επικυρωμένου αντιγράφου της, μαζί με το πιστοποιητικό στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, είναι ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Παράλληλα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται ως κεντρική αρχή για να επικουρεί τις αρμόδιες δικαστικές αρχές για τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των αποφάσεων, καθώς και για την τήρηση των στατιστικών στοιχείων. Η επιβολή χρηματικής ποινής ή δήμευσης ή και αμφοτέρων, που δεν έχουν ακόμη αποτιθεί ή εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει την αναγνώριση, εκτέλεση και διαβίβαση της δικαστικής απόφασης.

Εν προκειμένω, ο  Εισαγγελέας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση διαβιβάζει την απόφαση, μαζί με το πιστοποιητικό του Παραρτήματος Ι του παρόντος νόμου, στην αρμόδια αρχή ενός από τα κράτη: α. Στο κράτος – μέλος της εθνικότητας του καταδικασθέντος, στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του, ή β. Στο κράτος – μέλος της εθνικότητας του καταδικασθέντος, στο οποίο, αυτός, αν και δεν έχει τη συνήθη διαμονή τουθα απελαθεί μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση του βάσει μιας διάταξης απέλασης που περιλαμβάνεται στη δικαστική απόφαση ή σε άλλη απόφαση δικαστικής ή διοικητικής αρχής, ή γ. Σε οποιοδήποτε κράτος – μέλος, πέραν του κράτους που αναφέρεται στα στοιχεία α’ ή β’, του οποίου η αρμόδια αρχή συναινεί για τη διαβίβαση της απόφασης και του πιστοποιητικού.

Η διαβίβαση γίνεται μόνο υπό τις κατωτέρω προϋποθέσεις : αν, α) ο καταδικασθείς βρίσκεται στην Ελλάδα ή στο κράτος εκτέλεσης, β) ο καταδικασθείς συναινεί, όπου αυτό απαιτείται και γ) ο ανωτέρω Εισαγγελέας θεωρεί ότι η εκτέλεση της ποινής στο κράτος εκτέλεσης διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη του καταδικασθέντος, κατόπιν διαβουλεύσεων, όπου αυτό απαιτείται, με την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης.

Η εν λόγω εκτελούμενη απόφαση διαβιβάζεται σε ένα μόνο κράτος εκτέλεσης κάθε φορά, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αίτησης της αρμόδιας αρχής του κράτους εκτέλεσης είτε κατόπιν αίτησης του καταδικασθέντος στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης. Οι αιτήσεις που υποβάλλονται, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, δεν γεννούν υποχρέωση του Εισαγγελέα να διαβιβάσει την απόφαση μαζί με το ως άνω πιστοποιητικό. Το πιστοποιητικό μεταφράζεται στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης. Η διαβίβαση γίνεται απευθείας με οποιοδήποτε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως, υπό συνθήκες που επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης να εξακριβώσει τη γνησιότητα τους. Το πρωτότυπο της απόφασης ή επικυρωμένο αντίγραφο της και το πρωτότυπο του πιστοποιητικού αποστέλλονται στο κράτος εκτέλεσης, αν αυτό τα ζητήσει.

ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ

Ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση μπορεί να ανακαλέσει το αναφερόμενο στο άρθρο 4 πιστοποιητικό, εφόσον η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης του υποβάλει αιτιολογημένη γνώμη, σύμφωνα με την οποία η εκτέλεση της ποινής στο κράτος εκτέλεσης δεν θα διευκόλυνε την κοινωνική επανένταξη του καταδικασθέντος.

Ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης να τον ενημερώσει σχετικά με τις εφαρμοστέες διατάξεις για ενδεχόμενη προσωρινή ή υπό όρους απόλυση ή προσαρμογή της απόφασης κατά το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης. Μετά την ενημέρωση αυτή ο ανωτέρω Εισαγγελέας μπορεί να ανακαλέσει το ανωτέρω πιστοποιητικό. Ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση μπορεί να ανακαλέσει το πιστοποιητικό, αν δεν έχει αρχίσει η εκτέλεση, αιτιολογώντας την απόφαση του, ενώ επίσης, αν η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης ενημερώσει τον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ότι μπορεί να αναγνωρίσει εν μέρει την απόφαση ή να εκτελέσει εν μέρει την ποινή, ο Εισαγγελέας μπορεί εξίσου να ανακαλέσει το εν λόγω πιστοποιητικό.

ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΝΤΟΣ

Η απόφαση με το πιστοποιητικό διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, για τους σκοπούς της αναγνώρισης της απόφασης και της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής, εφόσον συναινεί ο καταδικασθείς, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου, και η συναίνεση αυτή δίδεται ενώπιον του Εισαγγελέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση αυτοπροσώπως από τον καταδικασθέντα ή από πρόσωπο που ο τελευταίος έχει εξουσιοδοτήσει εγγράφως. Η συναίνεση του καταδικασθέντος δεν απαιτείται, αν η απόφαση με το πιστοποιητικό διαβιβάζεται: α. στο κράτος – μέλος της εθνικότητας του καταδικασθέντος στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του, β. στο κράτος – μέλος της εθνικότητας του καταδικασθέντος, στο οποίο, παρόλο που αυτός δεν έχει τη συνήθη διαμονή του, θα απελαθεί μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση του βάσει μιας διάταξης απέλασης που περιλαμβάνεται σε δικαστική απόφαση ή απόφαση δικαστικής ή διοικητικής αρχής, γ. σε οποιοδήποτε κράτος – μέλος, πέραν του κράτους που αναφέρεται στα στοιχεία α’ ή β’, στο οποίο ο καταδικασθείς έχει διαφύγει ή επιστρέψει με άλλον τρόπο λόγω εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας σε βάρος του στην Ελλάδα ή μετά την καταδίκη του στην Ελλάδα.

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΟΙΝΗΣ

Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει την εκτέλεση της ποινής του καταδικασθέντος μετά την έναρξη της έκτισης της ποινής στο κράτος εκτέλεσης, όμως εξαίρεση σε αυτό είναι η ενημέρωση για τη μη εκτέλεση του υπολοίπου της ποινής, όπου και επαναφέρει την αρμοδιότητα εκτέλεσης της ποινής στο ελληνικό κράτος.

Η αναγνώριση της απόφασης και η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής λαμβάνει χώρα, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, μόνο για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται στο δίκαιο του κράτους έκδοσης, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, με ανώτατο όριο τριών τουλάχιστον ετών: – συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, – τρομοκρατία, – εμπορία ανθρώπων, – σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία, – παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, – παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών, – εγκλήματα δωροδοκίας, – απάτη, περιλαμβανομένης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά την έννοια της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, – νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος, – παραχάραξη και κιβδηλεία νομίσματος, περιλαμβανομένου του ευρώ, – εγκλήματα στον κυβερνοχώρο, – εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του λαθρεμπορίου απειλούμενων ζωικών ειδών και του λαθρεμπορίου απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών, – διευκόλυνση παράνομης εισόδου και διαμονής, – ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη, – παράνομη εμπορία ανθρώπινων οργάνων και ιστών, – αρπαγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία, – ρατσισμός και ξενοφοβία, – οργανωμένη κλοπή ή ένοπλη ληστεία, – παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης, – υπεξαίρεση και απάτη, – εκβίαση και αθέμιτη προστασία έναντι παράνομου περιουσιακού οφέλους, – παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων, – πλαστογραφία δημόσιων εγγράφων και εμπορία τους, – παραχάραξη μέσων πληρωμής, – λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων, – λαθρεμπόριο πυρηνικών ή ραδιενεργών ουσιών, – εμπορία κλεμμένων οχημάτων, – βιασμός, – εμπρησμός με πρόθεση, – εγκλήματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, – αεροπειρατεία και πειρατεία, – δολιοφθορά.

Η αναγνώριση της απόφασης και η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής λαμβάνει χώρα και για αξιόποινες πράξεις που δεν αντιστοιχούν σε αυτά τα ειδικής φύσεως αδικήματα, εφόσον συνιστούν αξιόποινες πράξεις και κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού τους χαρακτηρισμού από το κράτος έκδοσης. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος εντός προθεσμίας 90 ημερών από την παραλαβή της απόφασης και του πιστοποιητικού αναγνωρίζει με διάταξη του την απόφαση και λαμβάνει αμελλητί κάθε απαραίτητο μέτρο για την εκτέλεση της ποινής, εκτός αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους μη αναγνώρισης της απόφασης και εκτέλεσης της ποινής. Για κάθε πράξη που λαμβάνει χώρα, ενημερώνονται οι δύο αρχές εκτέλεσης που συννενοούνται για την εκτέλεση της ποινής.

ΛΟΓΟΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

Σε περίπτωση που η διάρκεια της ποινής υπερβαίνει το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται για παρόμοιες αξιόποινες πράξεις, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ο Εισαγγελέας εισάγει σχετική αίτηση ενώπιον του αρμόδιου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο μπορεί να προσαρμόσει την προς εκτέλεση ποινή. Η προσαρμοσμένη ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται για παρόμοιες αξιόποινες πράξεις, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Αν η ποινή αντιβαίνει ως προς τη φύση της στο εθνικό δίκαιο, ο ίδιος Εισαγγελέας εισάγει σχετική αίτηση ενώπιον του αρμόδιου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο μπορεί να την προσαρμόζει σε ποινή ή μέτρο που προβλέπεται για αντίστοιχες πράξεις, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Η προσαρμοσμένη ποινή δεν μπορεί να είναι βαρύτερη από την ποινή που επιβλήθηκε στο κράτος έκδοσης ως προς τη φύση ή τη διάρκεια της.

ΑΡΝΗΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ

Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει την απόφαση και να διατάξει την εκτέλεση της ποινής, αν :

α) το πιστοποιητικό είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην απόφαση και δεν συμπληρώθηκε ούτε διορθώθηκε εντός εύλογης προθεσμίας που τάχθηκε από τον ίδιο,

β) ο καταδικασθείς δεν βρίσκεται στην Ελλάδα ή στο κράτος έκδοσης ή δεν συναινεί, όπου αυτό απαιτείται,

γ) η εκτέλεση της ποινής θα ήταν αντίθετη προς την αρχή ne bis in idem,

δ) η απόφαση δεν αφορά ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 8 αδικήματα,

ε) η ποινή έχει επιβληθεί σε πρόσωπα που απολαύουν του προνομίου της ασυλίας, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της ποινής,

στ) το πρόσωπο είναι ανεύθυνο ποινικά λόγω της ηλικίας του για την αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί η απόφαση σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους,

ζ) κατά τη χρονική στιγμή της παραλαβής της απόφασης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα απομένουν προς έκτιση λιγότεροι από έξι μήνες ποινής,

η) η ποινή έχει παραγραφεί σύμφωνα με το ελληνικούς ποινικούς νόμους,

θ) αν προκύπτει σύμφωνα με το πιστοποιητικό που προβλέπεται, ότι ο καταδικασθείς δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός αν στο πιστοποιητικό αναφέρεται ότι αυτός βάσει σχετικών δικονομικών διατάξεων του εθνικού δικαίου του κράτους έκδοσης: i) εμπρόθεσμα: αα) είχε λάβει γνώση του χρόνου και του τόπου διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης είτε με αυτοπρόσωπη κλήτευση του είτε με πραγματική και επίσημη πληροφόρηση του, κατά τρόπο που να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της δίκης και ββ) είχε πληροφορηθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που δεν εμφανιστεί στη δίκη ή ii) τελούσε εν γνώσει της δίκης και εκπροσωπήθηκε σε αυτήν από δικηγόρο, διορισμένο από τον ίδιο ή το κράτος, στον οποίο είχε δώσει ο ίδιος εντολή να τον εκπροσωπήσει ή iii) μετά την επίδοση της απόφασης και τη σαφή πληροφόρηση του ως προς το δικαίωμα του να ζητήσει επανεκδίκαση ή να ασκήσει ένδικο μέσο, που θα οδηγούσαν σε νέα δίκη με επανεξέταση της ουσίας της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, στην οποία είχε δικαίωμα να παρίσταται και μπορούσε να οδηγήσει σε εξαφάνιση της αρχικής απόφασης: αα) δήλωσε ρητά ότι αποδέχεται την απόφαση ή ββ) δεν ζήτησε να δικαστεί εκ νέου ή δεν άσκησε εμπρόθεσμα ένδικο μέσο.

ι) Ο ανωτέρω Εισαγγελέας έχει υποβάλει αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 και η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης δεν έχει δώσει τη συγκατάθεση της, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο ζ’, προκειμένου ο καταδικασθείς να διωχθεί, να καταδικασθεί ή να στερηθεί κατ’ άλλον τρόπο την ελευθερία του για αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε πριν από τη μεταφορά του, πλην εκείνης για την οποία μεταφέρεται, ια) η ποινή που έχει επιβληθεί περιλαμβάνει μέτρο ψυχιατρικής ή ιατρικής μέριμνας ή άλλο μέτρο που επιφέρει στέρηση της ελευθερίας, το οποίο, παρά τη δυνατότητα προσαρμογής του προς το εσωτερικό δίκαιο κατά τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 9, δεν μπορεί να εκτελεσθεί, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους ή το εθνικό σύστημα υγείας, ιβ) η απόφαση σχετίζεται με αξιόποινη πράξη, η οποία σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εν όλω ή κατά το μείζον ή ουσιώδες μέρος στο ελληνικό έδαφος ή σε τόπο που εξομοιώνεται με αυτό.

 ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αν ο καταδικασθείς βρίσκεται στο κράτος έκδοσης, μεταφέρεται στην ελληνική επικράτεια σε χρόνο, που συμφωνείται μεταξύ του Εισαγγελέα Πρωτοδικών του τόπου συνήθους διαμονής του καταδικασθέντος και της αρμόδιας αρχής του κράτους έκδοσης, το αργότερο τριάντα (30) ημέρες μετά την έκδοση διάταξης από τον Εισαγγελέα για την αναγνώριση της απόφασης και την εκτέλεση της ποινής. Η εκτέλεση της ποινής διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Το συνολικό χρονικό διάστημα στέρησης της ελευθερίας, το οποίο έχει ήδη εκτιθεί σε σχέση με την ποινή για την οποία είχε εκδοθεί η απόφαση, αφαιρείται από τη συνολική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία πρόκειται να εκτιθεί. Η εν λόγω αναγνώριση πηγάζει από τις βασικές αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου περί αναγνώρισης αποφάσεων εντός των κρατών μελών, γεγονός που φαντάζει αναγκαίο μέσα στον ελεύθερο ευρωπαϊκό χώρο κοινής σύμπλευσης των κρατών – μελών.

Tags:

Comments are closed